με την παρουσία της
Κικής Δημουλά
Η ποίηση δεν εικονογραφείται ίσως γιατί περιέχει στον ιστό της άπειρες εικόνες-ιδέες άυλες και σε συνεχή εξέλιξη. Μια εικόνα ζωγράφου, με το καθοριστικό της υλικό αποτύπωμα, κινδυνεύει να τους αφαιρέσει την ονειρώδη ουσία που συνήθως οδηγεί τον αναγνώστη στα ανύποπτα μονοπάτια της. Μπορεί όμως ο ζωγράφος να ονειρευτεί το ίδιο όνειρο με τον ποιητή και να τον συναντήσει στο παραλήρημά του, η ακόμη καλύτερα να παρασυρθεί στον άγνωστό του σαγηνευτικό κόσμο μέσα στον οποίο να βρει θέση και για το δικό του εικαστικό παραλήρημα.
Η ποίηση δεν μεταφράζεται γιατί γεννιέται μέσα σε μια συγκεκριμένη γλώσσα που αναβράζει και θρέφεται από την ίδια της τη σάρκα. Όσο για την άλλη γλώσσα με την οποία καλείται να αναμετρηθεί, της αντιστέκεται πεισματικά περήφανη για τους δικούς της ρυθμούς και τα δικά της πιστεύω. Ωστόσο ένας ποιητής-ερμηνευτής μπορεί να φανταστεί ένα πιθανό διάλογο ανάμεσα στις δύο τους, μια ερωτύλα προσέγγιση, μία όσμωση, και σε μια ουτοπική έξαρση να καταλήξει σ’ αυτό το παράδοξο κατασκεύασμα που λέγεται μετάφραση.
Η έξοχη ποίηση της Κικής Δημουλά είναι εκτός άλλων ένα πέλαγος από λέξεις και φράσεις συνταγμένες με μακιαβελική ευστροφία, όπου ο μεταφραστής θαλασσοδέρνεται με τα μέσα που διαθέτει. Η γαλλική γλώσσα, ρασιοναλιστική μπουλντόζα, ισοπεδώσει οτιδήποτε δεν την αντιπροσωπεύει. Σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα ότι επιζήσει από το ποίημα είναι απίστευτο κατόρθωμα.
Επί δεκαετίες πάλεψα προσπαθώντας να μεταφέρω ψήγματα χρυσού σε μια γλώσσα που δεν ήταν η μητρική μου. Με εμψύχωσε η γνώση μου της ελληνικής την οποία ποτέ ένας ξένος δεν δύναται να αγκαλιάσει με τον πολυδιάστατο τρόπο που μπορεί να το κάνει ένας αυτόχθονας.
Ζήτησα από πέντε ζωγράφους γαλλικής παιδείας να εμπνευστούν απ’ τις μεταφράσεις μου και είχα τα πιο αναπάντεχα αποτελέσματα.
Η Κωνσταντίνα Αραπάκη σαν αισθαντικός σεισμογράφος σπιλώνει το χαρτί καταγράφοντας τους κρυφούς μουσικούς ρυθμούς που κρύβει στα σπλάχνα του ο λόγος.
Ο Ζαν Φρασουά Μπωντέ επιδίδεται στη εύθραυστη τέχνη της μονοτυπίας καταλήγοντας σε μια ανοίκεια σαγηνευτική εικόνα όπου οδηγείται τόσο από το ένστικτο όσο και από την ιδιόρρυθμη τεχνική του.
Η Σεσίλ Ορσονί στα χαρακτικά της περιπλανιέται στο απόλυτο μαύρο μέχρι που η τυφλοί του τοίχοι ραγίζοντας αφήσουν να περάσει η χαρούμενη αγγελία της ημέρας.
Η Χριστίνα Παπούλια παρατάσσει σχηματοποιημένες σιλουέτες ανθρώπων και πραγμάτων σαν ένα κομπολόι από αναφορές που το ποίημα μπορεί να οικειοποιηθεί κατά βούληση.
Η Αλμπερτίν Τρισόν στα σχέδια και τις υδατογραφίες της δοκιμάζει την ποιότητα της σιωπής, το τραγούδι των αποχρώσεων, το άδειο και το πυκνό μέσα στα οποία ο ποιητικός λόγος βρίσκει τον πιο σωστό απόηχο.